φωτιστικά

φωτιστικά
φωτιστικός
illuminating
neut nom/voc/acc pl
φωτιστικά̱ , φωτιστικός
illuminating
fem nom/voc/acc dual
φωτιστικά̱ , φωτιστικός
illuminating
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτιστικάς — φωτιστικά̱ς , φωτιστικός illuminating fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • αμπαζούρ — το ανακλαστήρας κωνικού ή κυλινδρικού σχήματος από χαρτί, ύφασμα, μέταλλο, πορσελάνη ή αδιαφανές γυαλί που προσαρμόζεται στα φωτιστικά σώματα για να ανακλούν και να κατευθύνουν το φως τους …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κλωβός — ο (AM κλωβός) κλουβί νεοελλ. 1. καθετί που μοιάζει με κλουβί 2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα 3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή …   Dictionary of Greek

  • ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …   Dictionary of Greek

  • σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… …   Dictionary of Greek

  • φυλλόσταχυς — (pyhyllostachys). Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, της τάξης των λεπυρανθών, γνωστό με την κοινή ονομασία μπαμπού. Περιλαμβάνει διάφορα είδη, με χοντρό καλάμι που φτάνει σε ύψος τα 10 μ. και χρησιμοποιείται ποικιλότροπα.… …   Dictionary of Greek

  • φωτιστικός — ή, ό / φωτιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωτίζω] αυτός που έχει την ιδιότητα να φωτίζει, να παρέχει φως νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται για την παροχή φωτός («φωτιστικό πετρέλαιο») 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτιστικό κάθε αντικείμενο με πηγή φωτός, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”